- ορρωδώ
- (ΑΜ ὀρρωδῶ, -έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω)1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και δέος «φόβος» ή το ρ. ἰδίω «ιδρώνω». Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο επίθ. *ορρώδης με σημ. «δειλός» (< ὄρρος). Η σύνδεση ωστόσο τού ρήματος με τη λ. ὄρρος φαίνεται μάλλον παρετυμολογική, αφού δεν ερμηνεύει το α- τού ιων. τ. ἀρρωδέω. Αντίθετα, επικρατέστερη φαίνεται η άποψη ότι αρχικός τ. είναι το ιων. ἀρρωδέω, ενώ το αττ. ὀρρωδῶ έχει προέλθει είτε με αφομοιωτική τροπή τού α- σε οείτε από την παρετυμολογική σύνδεση τού ρήματος με το ὄρρος].
Dictionary of Greek. 2013.